- ντεμιρτζής
- ο кузнец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντεμιρτζής — και ντεμερτζής, ο βλ. δεμιρτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. demir ci.] … Dictionary of Greek
δεμιρτζής — και ντεμιρτζής, ο σιδεράς, σιδηρουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. demirci] … Dictionary of Greek
ντεμερτζής — ο βλ. ντεμιρτζής … Dictionary of Greek